εναντιομορφία

εναντιομορφία
η
1. η ιδιότητα δύο εναντιόμορφων σωμάτων
2. (ορυκτ.) το φαινόμενο που παρουσιάζουν οι εναντιόμορφοι κρύσταλλοι, κατά το οποίο δύο τέτοιοι κρύσταλλοι συμπεριφέρονται ο ένας προς τον άλλο όπως ένα αντικείμενο προς το είδωλό του μέσα σε καθρέφτη, είναι δηλ. συμμετρικοί σε σχέση με ένα επίπεδο συμμετρίας ή με αναστροφή σε σχέση με ένα κέντρο συμμετρίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εναντιομορφισμός — ο η εναντιομορφία …   Dictionary of Greek

  • εναντιοστερεομέρεια — ἡ εναντιοστερεοϊσομέρεια ή εναντίομορφία, η βλ. στερεοχημεία …   Dictionary of Greek

  • ρακεμικός — ή, ό, Ν φρ. α) «ρακεμικά μίγματα» χημ. ισομοριακά μίγματα τών δύο οπτικών αντιπόδων χημικών ενώσεων, οι οποίες παρουσιάζουν εναντιομορφία, δηλαδή μια μορφή οπτικής ισομέρειας β) «ρακεμικό οξύ» χημ. ονομασία τού οξέος που ενίοτε παράγεται κατά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”