- εναντιομορφία
- η1. η ιδιότητα δύο εναντιόμορφων σωμάτων2. (ορυκτ.) το φαινόμενο που παρουσιάζουν οι εναντιόμορφοι κρύσταλλοι, κατά το οποίο δύο τέτοιοι κρύσταλλοι συμπεριφέρονται ο ένας προς τον άλλο όπως ένα αντικείμενο προς το είδωλό του μέσα σε καθρέφτη, είναι δηλ. συμμετρικοί σε σχέση με ένα επίπεδο συμμετρίας ή με αναστροφή σε σχέση με ένα κέντρο συμμετρίας.
Dictionary of Greek. 2013.